Χθες έκοψα τα μαλλιά μου και από τότε ανακάλυψα τον σβέρκο μου και κάτι ακόμα. Όταν πια περνάς τα δάχτυλα σου μέσα στα μαλλιά μου επιτέλους χαιδεύεις κεφάλι. Ένα κεφάλι που θέλω να αδειάσω εδώ πάνω σε αυτό το κρεβάτι με τα κόκκινα σεντόνια, αυτά με τα αρκουδάκια. Έρχονται βράδια που το γεμίζω με απίστευτες μουσικές, τσιγαρίλα, κουβέντες, ποιήματα μακριά από όλους αυτούς που νομίζουν ότι έστω και λίγο με ξέρουν. Έρχονται όμως και μέρες με σιδέρωμα, με τρέξιμο, καφέδες, ίδιες κινήσεις, ίδιες κουβέντες και ίδιες φάτσες και δεν ξέρω πια που είμαι εγώ, ποια είμαι εγώ. Όταν με βρίσκω και όταν μου μιλάς, όταν γεμίζεις το άδειο μου κεφάλι με νέα παράθυρα, ιδέες, δρόμους, με λόγια. Τι σαν είναι μόνο λόγια και ειρωνείες, από αυτές τις δικές μας που τις βγάζουμε έξω και τις μετράμε χωρίς να μας πολύ νοιάζει στ'αλήθεια ποιανού είναι η μεγαλύτερη. Δεν καταλαβαίνουν οι ανόητοι πως δεν μας νοιάζει. Αλήθεια πόσες θα ήταν οι καινούργιες αισθήσεις αν έκοβα κι άλλα τόσα από το κάθε μέρα; Πόσες...