Σάββατο, Ιουλίου 19, 2014

Σε τόπο χλοερό


Πλένω τάφους. Αυτή είναι η δουλειά μου τα τελευταία χρόνια. Παλιότερα όργωνα νησιά και παραθαλάσσια πουλώντας ρόκες. Τώρα μεγάλωσα βέβαια και είπα να αράξω σε ένα σίγουρο λιμάνι. Αναμφίβολα οι δουλειές μου απαιτούσαν λίγο κόπο και μου προσέφεραν πολλά κέρδη αλλά η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν με ενδιέφεραν τα χρήματα. 

Κάποτε μου είχαν προτείνει μια θέση τραπεζοκόμου σε κέντρο αποκατάστασης, φυσικά και δεν μπήκα καν στον κόπο να το συζητήσω.  Εκεί παλεύεις με την κατάντια του ανθρώπου, σκληρά πράγματα. Εδώ ακόμα και ο πόνος είναι λυτρωτικός. Μ' αρέσουν τα μνημόσυνα και τα τρισάγια, τζάμπα φαί και ευκαιρία να δούμε και λίγο κόσμο στο νεκροταφείο. Τώρα το καλοκαίρι φοράω το σομπρέρο μου για να μην με τσουρουφλάει ο ήλιος παίρνω το λάστιχο και πιάνω δουλειά. Αγαπάω πολύ τη δουλειά μου, την κάνω με αγάπη και ευλάβεια, φυσικά και δεν καθαρίζω όλους τους τάφους παρά μονάχα αυτούς για τους οποίους πληρώνομαι. 

Αγαπημένη μου πτέρυγα είναι αυτή που βρίσκεται φάτσα κάρτα στο νεκροταφείο με τους νέους. Έστω και στον θάνατο βρίσκουν μια καλή θέση. Βέβαια ακόμα κι εδώ ένα τηλέφωνο στον δήμαρχο δεν βλάπτει, βλέπεις και εκεί χωράει το μέσον. Μια θέση δίπλα σε κυπαρίσσι ίσως χρειάζεται περισσότερο ψάξιμο, πάντως για όλους τους υπόλοιπούς υπάρχουν και οι ομπρέλες θαλάσσης. Βλέπεις χαροκαμένες μάνες, να φτιάχνουν τάφους τσίρκα αλλά στον πόνο και το κιτς είναι υποφερτό. Λουλουδάκια, ποιηματάκια, πεταμένα λεφτά σε γρανίτες. Τι πιο μάταιο από έναν πανάκριβο τάφο; Κάποιοι από τους παπάδες μας έχουν πιάσει το νόημα, μαζεύονται και τα τσούζουν με τσίπουρα στο παγκάκι με τον μεγάλο ίσκιο περιμένοντας κάποιο τρισάγιο. Πολλές φορές τους ακούω να ψέλνουν σουρωμένοι "Κύριε, ανάπαυσον την ψυχήν του κεκοιμημένου δούλου σου[.....], εν τόπω φωτεινώ, εν τόπω χλοερώ, εν τόπω αναψύξεως, ένθα απέδρα οδύνη, λύπη και στεναγμός. " 

Μ' αρέσει να χαϊδεύω τα μάρμαρα, να μαζεύω τα κουκουνάρια και να τρίβω τις κουτσουλιές απ' τα περιστέρια. Πετάνε από τάφο σε τάφο με τόση χάρη, κάποιους τους χέζουν άλλους τους προσπερνούν. Δεν μπορείς να μου το βγάλεις από το μυαλό πως τούτες εδώ είναι ψυχές, ψυχές απελευθερωμένες.

Μ' αρέσει η ησυχία, τα βουβά κλάματα, τα μαύρα γυαλιά, η μυρωδιά απ' τα λιωμένα κεριά και τη θυμιάμα. Σχεδόν κάθε μέρα έρχεται και ένας νέος πελάτης, οι δουλειές δεν τελειώνουν ποτέ. Οι μαρμαράδες κόβουν βόλτα, παίρνουν μέτρα και βγάζουν τιμές, τους έχω κι αυτούς για συντροφιά να λέμε και καμιά μαλακία αν κι εγώ την βρίσκω περισσότερο με τα σπουργίτια.

Αυτή η εξοικείωση με τον θάνατο νομίζω ότι με έχει μαλακώσει σαν άνθρωπο, είναι αυτή η μόνιμη υπενθύμιση της ματαιότητας των πάντων που σε κάνει να νομίζεις πως έγινες σοφότερος,  μα δεν μου το βγάζεις ούτε αυτό απ' το μυαλό πως όσο ζει ο άνθρωπος είναι ένας τεράστιος μαλάκας. Τι να κάνω; Μεγάλωσα κι εγώ και έχτισα τις θεωρίες μου. 

Συνεχίζεται .... 

Πέμπτη, Ιουλίου 03, 2014

τζιτζικομπουλος

Θα έρθει μια μέρα που θα σας ρίξω έναν τεράστιο (μ)πουλο και θα φύγω,προς το παρόν κάνω μια μέρα ακόμη υπομονή!

Πέμπτη, Ιουνίου 05, 2014

Πάει κι αυτό!

Το παιδί της crest και το κεφάλι της κ. Στάμου, λίγο πριν αρχίσει η παρουσίαση

4/6/2014- Μεταπτυχιακό Δημιουργικής γραφής- Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας- Φλώρινα

Τρίτη, Ιουνίου 03, 2014

Ν. Εγγονόπουλος- Μπολιβάρ (απόσπασμα)

ΦΑΣΜΑ ΘΗΣΕΩΣ ΕΝ ΟΠΛΟΙΣ ΚΑΘΟΡΑΝ, ΠΡΟ
ΑΥΤΩΝ ΕΠΙ ΤΟΥΣ ΒΑΡΒΑΡΟΥΣ ΦΕΡΟΜΕΝΟΝ

Για τους μεγάλους, για τους ελεύθερους,
για τους γενναίους, τους δυνατούς,
Αρμόζουν τα λόγια τα μεγάλα, τα ελεύθερα,τα γενναία,
τα δυνατά,
Γι αυτούς η απόλυτη υποταγή κάθε στοιχείου, η σιγή,
γι αυτούς τα δάκρυα, γι αυτούς οι φάροι,
κι οι κλάδοι ελιάς, και τα φανάρια
Όπου χοροπηδούνε με το λίκνισμα των καραβιών και
γράφουνε στους σκοτεινούς ορίζοντες των
λιμανιών,
Γι αυτούς είναι τ' άδεια βαρέλια που σωριαστήκανε στο
πιο στενό, πάλι του λιμανιού, σοκάκι,
Γι αυτούς οι κουλούρες τ'άσπρα σκοινιά, κι οι αλυσίδες,
οι άγκυρες, τ'άλλα μονόπετρα,
Μέσα στην εκνευριστικιάν οσμή του πετρελαίου,
Για να αρματώσουνε καράβι,ν'ανοιχτούν, να φύγουνε,
Όμοιοι με τραμ που ξεκινάει, άδειο κι ολόφωτο μέσ'στη
νυχτερινή γαλήνη των μπαχτσέδων,
Μ'ένα σκοπό του ταξειδιού: π ρ ο ς τ' α σ τ ρ α.


Γι αυτούς θα πω τα λόγια τα ωραία, που μου τα

υπαγόρευσε η Έμπνευσις,
Καθώς εφώλιασε μέσα στα βαθιά του μυαλού μου όλο
συγκίνηση
Για τις μορφές, τις αυστηρές και τις υπέροχες, του
Οδυσσέα Ανδρούτσου και του Σίμωνος Μπολιβάρ.

Παρασκευή, Μαΐου 16, 2014

Η Σοφία κάνει νάζια...

Παίζω κρυφτό, μετράω από μέσα. Πέντε, δέκα, δεκαπέντε, είκοσι, εικοσιπέντε, φτου και βγαίνω. Νιώθω λες και ξέχασα τις λέξεις. Πάω από την αρχή, μπουσουλάω. Ξαναβρίσκομαι στο εφηβικό μου δωμάτιο, σαν να γράφω με μανία ημερολόγια, σαν τούτη να είναι η πρώτη μου ανάρτηση. Ψάχνω στα τυφλά να βρω λίγη από την ηδονή εκείνων των χρόνων, με βοηθάει η σιωπή και ο γνώριμος ήχος από το ρολόι που είχα στο φοιτητικό μου σπίτι. Σκευοφόρος με γρανάζια η Σοφία κάνει νάζια.

Ξεκινάω ανώδυνα, ρίχνω μια ματιά έξω από το καβούκι μου. Ποιος σας είπε ότι είμαι έτοιμη να βγω έξω; Σκέφτομαι τις μέρες που έβγαζα κάλους στα ακροδάχτυλα από την κιθάρα και μαύρους κύκλους στα μάτια γράφοντας για ώρες μπροστά από μια οθόνη. Ναι, τότε που τιναζόμουν από το κρεβάτι τα βράδια για να γράψω και να ξαλαφρώσω, τότε που το καθετί ήταν αφορμή για γραφή.  Εντάξει τώρα το βλέπω πιο καθαρά από ποτέ πως ο χρόνος είναι χρήμα και το χρήμα είναι χρόνος, πως με την κωλοδουλειά δεν έχω χρόνο για τίποτα αλλά ας μην κρύβομαι αλλό πίσω από το χοντροδάχτυλο μου, όλο αυτό είναι μια πρόφαση.

Στο τώρα, κοιτάω με γλυκιά ανάμνηση την περασμένη μποέμικη ζωή μου κι ενώ την νοσταλγώ δεν επιδιώκω να της δώσω κανένα γλωσσόφιλο για να την αναστήσω. Βυθίζομαι σε μια ρουτίνα που με καταστρέφει κι εγώ κάθομαι και παρατηρώ μέρα τη μέρα τη φθορά της πάνω μου. Δεν πιστεύω πως δεν έχω πια να πω κάτι, ούτε έκλεισαν οι τρύπες και τα κενά που με μανία προσπαθούσα να μπαλώσω με λέξεις. Η ζωή μου συνεχίζει να με φέρνει καθημερινά αντιμέτωπη με τραγικότητες σε προσωπικό και όχι μόνο επίπεδο. Απλά πλέον θρηνώ βουβά και θρηνώ με το δικό μου απόλυτο μαύρο. Δεν γράφω.

Απέχω από όλα τα πράγματα που θα μου έδιναν κάποια ευχαρίστηση. Βλέπω όλα όσα με ευχαριστούσαν και αλλάζω πεζοδρόμιο. Φάτσες, μουσικές, προορισμούς, όνειρα.Δεν ξέρω αν θα επανέλθω ή αν απλά θα βυθιστώ ακόμα πιο πολύ στο τίποτα. Κάθομαι γεμάτη υπερένταση και κούραση με τον mac να μου ζεσταίνει τα μπούτια. Ακούω την κίνηση από την Ηρώων Πολυτεχνείου, προσπαθώ χωρίς δόντια και χωρίς νύχια να κρατήσω τη σιωπή της εσωτερικής μου γαλήνης κι αυτή με αξιοπρέπεια. Σήμερα θέλω να βγω, να πιω και να τα κάνω όλα πουτάνα αλλά αντί γι αυτό αφήνομαι ολοένα δίχως σκέψη στην αυτοκαταστροφή μου, αφήνομαι στην ελεύθερη πτώση του νου μου προς τα κάτω, νιώθω το κεφάλι μου να παραδίνεται στο μαξιλάρι ήρθε η λυτρωτική ώρα του ύπνου και πια ξέρω πως δεν θα πεταχτώ ιδρωμένη για να γράψω για ότι βαθιά με πληγώνει. Έρχονται εκλογές, ο κόσμος καίγεται, εγώ αυτοπυρπολούμαι.


Υ.Σ "Όταν συνειδητοποίησα ότι δεν μπορώ να αλλάξω το σύστημα, άρχισα να αγωνίζομαι να μην με αλλάξει αυτό. Αγωνίζομαι να μείνω άνθρωπος. Κι αυτό είναι η κορυφαία πολιτική μάχη. Να μπορείς να αποφύγεις τη βαρβαρότητα αυτής της εποχής. Να μπορείς να παραμείνεις άνθρωπος με τρυφερότητα."

                                                                                                          Χρόνης Μίσσιος


Τζα ξαναβγήκα κάπως στραπατσαρισμένη αλλά ακόμη τρυφερή...