Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Διηγήματα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Διηγήματα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή, Μαΐου 18, 2012

Τριακόσιες εξήντα έξι μέρες




 Κυριακή 9 Οκτωβρίου 2011

Τριακόσιες εξήντα έξι μέρες. Τόσες όσοι και οι φίλου του στο φάσεμπουκ. Έψαχνε διέξοδο. Ξενύχτης . Το πατρικό του, βολικό κούμπωμα στην τρύπα της ζωής του. Ονειρευόταν, πως ίσως να μπορούσε να τους μοιάσει, να έβγαζε κι αυτός μια χαρωπή φωτογραφία μπροστά από το άγαλμα της Ελευθερίας. Οι περισσότεροι φευγάτοι από επιλογή ή από ανάγκη. Χάζευε τις ξενιτεμένες τους φωτογραφίες, με την αυτοπεποίθηση του να καθαρίζει πατώματα.   
Μέσα Οκτώβρη, το πρώτο  κρύο, οι πρώτες σταγόνες. Τα σκουπίδια ξεχύνονται στους δρόμους, η βροχή τα παρασέρνει. Άνθρωποι πέφτουν από τις ταράτσες και αυτοκτονούν άλλοι αυτοπυροβολούνται άλλοι ελπίζουν ακόμα. Η ζωή συνεχίζεται, όπως κάνει πάντα. Κάποιες γενιές χάνονται κι αυτή εδώ υποχρεωμένη να ζει μια παρατεταμένη εφηβεία. 
Καλοκαίρι , πλατεία. Στο παγκάκι γραμμένο ένα σύνθημα. 

«Των τοκογλύφων τσιράκι. Γαμιέται η Μαρία Δαμανάκη» 

Ηθικό δίδαγμα. Ποτέ δεν την πληρώνει αυτός που φταίει. Προσπερνάει. Το φαγητό της μαμάς στο πιάτο. Τρώει μηχανικά. Αν δεν υπήρχε αυτή δεν θα μπορούσε ούτε αυτό να έχει. Κι αν δεν το είχε; Θα αναγκαζόταν να κάνει κάτι γι αυτό. Αφηνόταν στην κατάσταση. Δεν είχε δύναμη να αλλάξει τα πράγματα. Τον είχαν μηδενίσει κι αυτός δεν ήταν από αυτούς τους «δυνατούς» που πάντα βρίσκουν λύσεις στη ζωή. 

Συνεχίζεται ....

Πέμπτη, Μαΐου 10, 2012

Ιστορίες παπουτσιών


Ήταν κι εκείνη μια κοκκινοσκουφίτσα. Περίμενε πως κάποιος θα βρισκότανε να την κάνει πρωταγωνίστρια στο παραμύθι του.Νόμιζε πως θα το έκανες εσύ. Ακόμα σε περιμένει σε εκείνη την κουζίνα με τον φωταγωγό. Δεν έμαθε να μαγειρεύει τίποτα άλλο εκτός από μπριζόλες. Σήμερα θα πήγαινε πάλι μια βόλτα στο δάσος. Άνοιξε το άσπρο ερμάριο της πίσω βεράντας.Τα πολύχρωμα σταράκια ακόμα εκεί, έστεκαν στραπατσαρισμένα και σκονισμένα, με τα κορδόνια τους γεμάτα κόμπους και ιστορίες. Τόσα παπούτσια, τόσες ιστορίες για να διηγηθούν. Λιωμένες σόλες, γέφυρες, τρεχάματα και τόσα μα τόσα πολλά αδιέξοδα. Δεν τα περίμενε. Παλιότερα πηδούσε μάντρες, τώρα λύνει μόνο σταυρόλεξα για να ξεχνιέται. Τα άρπαξε, απόψε θα τα φορούσε ξανά, θα τα έβαζε στα πόδια της, ήξερε ότι είχε ωραίες παραισθήσεις φορώντας τα.  Αρκεί να γυρνούσε μέχρι τις δώδεκα, γιατί μετά θα ξανάρχιζε το ίδιο βασανιστήριο της αναμονής. Δεν το άντεχε πια γι αυτό και δεν τα φορούσε συχνά. Τα είχε πάρει  από το Μοναστηράκι, ένα μεσημέρι που στο Σύνταγμα τραγουδούσε ο Ρουβάς ενώ η μάνα της, την περίμενε  έξω από τα MacDonald's. Πάνε έξι μπορεί και εφτά χρόνια από τότε.  Κοίτα να δεις  κρατιούνται ακόμα μια χαρά. Εμείς πάλι… Μετά γύρισε σπίτι και σου μαγείρεψε μπριζόλες, ενώ εσύ κοιμόσουν. Θυμάσαι; Σου άρεσαν....

Τα φόρεσε και μπήκε στο ασανσέρ. Επιτέλους μια βόλτα στο δάσος, με τους γεμάτους κάδους, τις νεράιδες στους δρόμους να ψάχνουν για πελάτες. Μετρούσε τα βήματα και χόρευε πάνω στην γκρι άσφαλτο του δάσους. Ξωτικά με σύριγγες πίσω από τα δέντρα, κουκουβάγιες που πουλούσαν τσάντες.Αγόρασε μπριζόλες, χοιρινές αυτές που σου αρέσανε. Βρήκε  κρεοπωλείο να διανυκτερεύει και πήγε στη στάση. Πάλι αναμονή, πάλι μπριζόλες. Πέταξε τη σακούλα στα σκυλιά, τα είδε να καταβροχθίζουν το κρέας των γουρουνιών. Δε θα έπαιζε σε κανένα παραμύθι, και είχε πάει κιόλας δώδεκα. Δεν είχε κι άλλα κουτάκια να γεμίσει με λέξεις.Επιτέλους περνούσαν τα σκουπιδιάρικα.Έβγαλε τα κορδόνια της και κρεμάστηκε στη στάση.

Σάββατο, Απριλίου 14, 2012

Ζήσε τώρα και θα δούμε

Μια φορά στη καφετέρια μιας ανήσυχης γειτονιάς του σήμερα, συναντήθηκαν τρεις φίλοι.  Ο κύριος Χθεσάκης, ο κύριος Τωρίδης και ο κύριος Θαδόπουλος. Ο Θαδόπουλος είχε αργήσει χαρακτηριστικά να έρθει σε εκείνο τους το ραντεβού κάνοντας τους φίλους του να ανησυχούν για αυτή του την αργοπορία. Είχε ακουστεί ότι το τελευταίο διάστημα είχε απαγορευτεί σε όλους τους μέλλοντες να κυκλοφορούν ελεύθεροι και στους ανθρώπους να συναναστρέφονται μαζί τους και αυτό επέτεινε ακόμη περισσότερο την αγωνία τους. 
Μήπως  και ο κύριος Θαδόπουλος είχε πιαστεί όμηρος της οργάνωσης "ΘΑνατος"; Μπορεί να φαινόντουσαν ανέμελοι ρουφώντας τους καφέδες τους αλλά μέσα τους τρέμανε για την τύχη του Θαδόπουλου. Οι άνθρωποι του "ΘΑνατος" εξάλλου είχανε βγάλει ανακοίνωση και στα κανάλια.Όσα "θα" κυκλοφορούν ελεύθερα, θα συλλαμβάνονται και θα στριμώχνονται σε φυλακές υψηλών προδιαγραφών που είχαν δημιουργηθεί ειδικά για τη φυλάκιση  του μέλλοντος σε όλη τη χώρα. Ο Τωρίδης έπαιζε το κομπολόι του, μετρούσε τις χάντρες του, ήξερε πως τώρα μπορούσε να μιλάει μόνο σε χρόνους παρελθοντικούς. Ο Χθεσάκης ήταν γεμάτος ντροπή και ενοχές, ήξερε καλά  το πόσο υπεύθυνος ήταν για τούτη την ασκήμια που είχε γίνει στο φίλο του το Θαδόπουλο. 

- Και τώρα τι κάνουμε, είπε ο Τωρίδης στο Χθεσάκη. 
-Υπομονή. Δε μπορεί όπου να'ναι θα φανεί. Ο Θαδόπουλος είναι έξυπνο παιδί και θα τα καταφέρει, θα τους ξεφύγει. Θα δεις. Μπορεί να αργήσει , μα θα φανεί, κάποια στιγμή θα'ρθει για να μας συναντήσει.
- Χωρίς αυτόν χαθήκαμε κι εμείς το ξέρεις ε; 
- Το ξέρω, είπε ο Χθεσάκης και χαμήλωσε το βλέμμα

Η ώρα είχε περάσει ο Τωρίδης και ο Χθεσάκης είχανε απελπιστεί. Πόσο να αναπολούσαν; Πόσο  ακόμα να περίμεναν τον Θαδόπουλο; Στη τελευταία τους γουλιά εμφανίστηκε από την απέναντι γωνία.  Στάθηκε για μια στιγμή και μετά άρχισε να τρέχει προς το μέρος τους, από πίσω του οι άνθρωποι του "ΘΑνατος" πυροβολούσαν. Ο Τωρίδης μόλις τον είδε έτρεξε προς το μέρος του.Οι σφαίρες χτύπησαν ξώφαλτσα τον Τωρίδη, αν και τραυματισμένος πήρε αγκαλιά τον Θαδόπουλο και κρύφτηκαν για λίγο πίσω από ένα σταθμευμένο  αυτοκίνητο. Ο Τωρίδης κοίταξε τον Θαδόπουλο. 

Μη λες τίποτα, εκανά απλά αυτό που έπρεπε να κάνω. 

                                                                                                                                    σ.χ

Υ.Σ Καλή Ανάσταση σε όλους σας. Δε μπορεί θα τους φάμε κάποτε τους βρομιάρηδες του "ΘΑνατος"

Παρασκευή, Απριλίου 13, 2012

Νo love of any kind



Λόγια υγρά, μεγαλο-παρασκευιάτικα. Όλα υπομένα σε παρελθοντικούς χρόνους. Κουβέντα και γουλιά, γουλιά και γεύση γλυκάνισου στο στόμα. Συνήθεια τοπική, ανατολικής Θεσσαλίας. Μαύρα μακριά μαλλιά, μεγάλη ιστορία και η δική της. Άγνωστης τρύπας βουβό βρέφος και τώρα ακόμα τριάντα παρά ένα, ψάχνει τρύπες να μπει, τόση απόρριψη πως να την αντέξει.

no love of any kind…

Είχε όμως ταλέντο, είχε κοινό, είχε μπράβο, είχε θαυμασμό, μα αυτά δε σε αγκαλιάζουν τις νύχτες.  Ήθελε κάποιον να μπολιάσει για μια φορά και τη δική της τρύπα, το δικό της τεράστιο εσωτερικό κενό… 

Μεθάμε για να αντέξουμε την Ανάσταση ,της χαιδεύω τα μαλλιά, μη φοβάσαι θα θυμηθούμε  ξανά πως κλίνονται οι μέλλοντες (βουλητικοί, δυνητικοί, τετελεσμένοι). 
                                                                                                                                    
Γιατί δε μπορεί, θα ξαναθυμηθούμε πως κάποτε μας απαγόρεψαν να μιλούμε για μέλλοντα , να ζούμε σ' ενεστώτα. Μόνο μην ξεχάσεις πως είναι να επιθυμείς, σε παρακαλώ μην το ξεχάσεις... 


Υ.Σ  Η επιθυμία έχει πάντα μια σκληρή πλευρά, απορρίπτεις κάθε φορά που διαλέγεις


Για την Λ. 
                                                                                                                                                            σ.χ

Πέμπτη, Ιανουαρίου 26, 2012

Τυρογαρυδάκι



Ξεκινάνε όλα σαν εφιάλτης. Είναι εκεί λίγο πιο κάτω από τα συνοικέσια. Αγορά εργασίας. Ποια αγορά; Ποια εργασία; Είναι και οι προβληματισμοί.

-Κι αν τον έχει τυρογαριδάκι με ρώτησε, τις προάλλες . 
-Τι να της πω; Δοκίμασε και θα δεις. Υπάρχουν κάποιοι που το εκτιμούν κι αυτό.
-Ναι , μου είπε, όσες έχουν φάει μόνο από αυτό ή μόνο αυτό!

Κορόιδευα παλιότερα, όχι για τα τυρογαριδάκια. Που να ήξερα πως εκεί που ήτανε, θα έφτανα. Ξέρω γνώριμο μέρος και οι αντιδράσεις οι ίδιες… όλα αυτά που δεν καταλάβαινα… Μετά βλέπω και τις κηδείες, πιο κάτω τα μνημόσυνα. Πενήντα δυο  χρονών, η φωτογραφία πρέπει να είναι από τότε που ήταν είκοσι.

-         Πως θα την ξεκολλήσουμε από τον τυρογαριδάκια μου λες; Η φίλη μας καταστρέφετε. Ο πρώτος της στα  εικοσιέξι αν είναι δυνατόν και της κόλλησε και κονδυλώματα.

Πιο δίπλα φωτογραφίες, από τις βραδινές εξόδους των νέων στην επαρχία. Τι το ήθελε και μου το είπε αυτό ο Γιάννης. Να θυμάσαι πως τώρα δεν είσαι είκοσι! Τι θα γράφει άραγε το «σαν σήμερα» του μέλλοντος ; Θα έχει  καταλάβει κανείς  τότε τι είναι το PSI ; Σαν σήμερα δεν διάβασε ο Χρυσοχοίδης το μνημόνιο. Έχασε η ΑΕΛ από τον Πανθρακικό! 

Έχω θυμό, έχω νεύρα… Κοίτα να δεις. Δεν το ελέγχω. Ελευθερώνεται ένα δάκρυ από το αριστερό μου μάτι.... και μου είπε η λούγκρα που με έβαφε στα Hondos ... 

Δε βάζεις κρέμα ματιών , θα σε μαλώσω. Στα σαράντα… κάτι για ένα πόδι χήνας, μου έλεγε...

-Μα καλά, ακόμα να καταλάβω γιατί δεν χωρίζει την γκόμενα του για να έρθει μαζί μου.
Κυλάει κι άλλο δάκρυ..
-         Κλαις;
-         Όχι είναι ένα κλισέ που μπήκε στο μάτι μου… ένα σκουπιδάκι , ήθελα να πω…
-         Είπα κι εγώ γιατί να κλαις άλλη τρώει το τυρογαριδάκι , όχι εσύ.
Κοιτάω κι αυτή τη διαφήμιση , με μια πατούσα που την τσιμπάνε ψάρια…kissn fish-fish spa, πιπιλίζουν το δέρμα και γλείφουν την μπίχλα από τα πόδια… Έχουν ένα φυσικό ένζυμο στο σάλιο τους λέει που θεραπεύει το δέρμα. Ωραία κι εγώ θα βουτήξω στη θάλασσα να βρω ψάρια που πιπιλάνε την ψυχή.

-Αυτή είναι σημερινή;
- Όχι

Θα ήθελα να πιστέψω ότι μπορώ. Θα ήθελα έστω σε αυτό να πιστέψω. Πως μπορεί και χαμογελάει στις κηδείες;

-Καλά τη βλέπεις αυτή; Πόσο αδύνατη είναι; Απαπα… χάλια
- Ναι,ναι

-Επιτέλους, τελείωσες να πούμε και καμιά κουβέντα. Ωραία δεν είναι εδώ;

Θέλω να φύγω... 

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 02, 2011

ΦΛΩΡΙΝΑ-ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ


Μερικές φορές είναι κάποιες εικόνες, σκέψεις, αναμνήσεις- κολλημένες στο μυαλό μου- που ακόμα κι αν ξεχνώ για μέρες- είναι ώρες - συνήθως βραδινές- που έρχονται και μου στροβιλίζουν το μυαλό.

Σήκω να γράψεις για μας μου φωνάζουν, θέλουμε να βγούμε από το κεφάλι σου, θέλουμε να γίνουμε λέξεις, να μας πληκτρολογήσεις και να μας ποστάρεις, μόνο τότε θα ησυχάσουμε. Να όπως απόψε που –πάλι θα ξαγρυπνήσω- μα δεν πειράζει- έχω καιρό να το κάνω και να πω την αλήθεια, μου έλειψε…

Ήταν Οκτώβρης. Είχα ανέβει στη Φλώρινα για το πρώτο μου μάθημα. Δεύτερο έτος πια, τελειόφοιτη- και όχι πια ψαρωμένη. Αυτό είναι- το βρήκα. Μην ψαρώνετε  με τη ζωή, απλά αυτή είναι πιο παλιά από εμάς και ξέρει.  

Εκείνο το ΠΣΚ ΣΤΗ Φλώρινα, όπως και κάθε ΠΣΚ εκεί, όταν έφτασε στο τέλος του, με βρήκε λίγα εικοσιτετράωρα μεγαλύτερη, λίγο πιο σοφή και στο αυτοκίνητο ενός συμφοιτητή μου- που είχε την καλοσύνη να με αδειάσει στη Θεσσαλονίκη.

Εκείνο το απόγευμα Κυριακής- ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΦΛΩΡΙΝΑ-ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΑΠΟ ΕΓΝΑΤΙΑ-ΟΜΙΧΛΗ-ΤΡΕΧΟΥΜΕ-ΤΡΕΧΕΙ-ΕΝΝΟΩ ΤΟ ΔΕΞΙ ΤΟΥ ΠΟΔΙ ΠΑΤΑΕΙ ΤΟ ΓΚΑΖΙ-ΜΙΑ ΚΡΥΩΝΩ ΚΑΙ ΜΙΑ ΖΕΣΤΑΙΝΟΜΑΙ-ΚΑΘΟΜΑΙ ΣΤΟ ΠΙΣΩ ΚΑΘΙΣΜΑ-ΜΠΡΟΣΤΑ ΕΚΕΙΝΟΣ ΟΔΗΓΑΕΙ-ΕΓΩ ΠΙΣΩ ΤΟΥ ΣΤΡΙΒΩ ΤΣΙΓΑΡΟ-ΣΤΗ ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΟΔΗΓΟΥ ΚΑΘΕΤΑΙ ΚΙ ΑΛΛΗ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΦΟΙΤΗΤΡΙΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗΣ ΓΡΑΦΗΣ –ΑΜΦΟΤΕΡΟΙ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΙΣ-ΠΩΣ ΒΡΕΘΗΚΑ ΕΓΩ ΕΚΕΙ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ.

Κάθομαι στο πίσω κάθισμα, δε μιλάω- όχι γιατί δε θέλω αλλά γιατί δεν προλαβαίνω -μ’ αρέσει  να συζητάω- σε εκείνη τη διαδρομή εκείνο ήταν αδύνατο να συμβεί - έτσι έκατσα αναπαυτικά- κοιτούσα από το παράθυρο και τους άκουγα. Παιδιά να το δοκιμάσετε, βοηθάει στο γράψιμο.

Εκείνος μιλάει ακατάπαυστα. Ζηλεύω τους ανθρώπους που μπορούν να κάνουν παράλληλα πράγματα οδηγώντας, εγώ μέχρι τώρα το μόνο που έχω καταφέρει να κάνω παράλληλα με το οδηγώντας είναι το ιδρώνοντας .

Αυτοί εκεί μπροστά, που τους αφήνω, που τους πιάνω πάλι για γραφή λένε. Κοίτα εδώ έχει τόση ομίχλη , είμαστε μέσα σε σύννεφο… Τους ξαναπιάνω πάλι και εκείνος
ΜΙΛΑΕΙ-ΜΙΛΑΕΙ-ΜΙΛΑΕΙ-ΜΙΛΑΕΙ-ΜΙΛΑΕΙ-ΜΙΛΑΕΙ

ΣΚΕΦΤΟΜΑΙ---- ΚΟΙΤΑ ΝΑ ΔΕΙΣ-ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ ΠΟΥ ΝΙΩΘΟΥΝ ΑΚΡΙΒΩΣ ΟΠΩΣ ΕΓΩ-ΠΟΥ ΣΚΕΦΤΟΝΤΑΙ ΟΠΩΣ ΕΓΩ…ΚΑΝΩ ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΚΑΙ ΜΟΥ ΒΓΑΙΝΕΙ ΑΥΤΗ Η ΣΚΕΨΗ ΦΩΝΑΧΤΑ.

- Πόσο χρονών είπαμε πως είσαι Σοφάκι;
- 26
- Δεν είναι το ίδιο Σοφάκι, δεν το βλέπω έτσι. Εσύ είσαι 26 κι εγώ 34, θα σκότωνα να ήμουνα στην ηλικία σου.

Δεν πρέπει να είπα κάτι άλλο όπως και οι αποσκευές μου, μέχρι να ξεφορτωθώ στην Αριστοτέλους.

Η μπροστινή συζήτηση γυρνάει στη μετανάστευση-εκεί που γυρνάει σε κάθε γωνιά στην Ελλάδα-σήμερα.

Η συμφοιτήτρια, ξέρει ότι θα πάει στη Γαλλία, μέσα στους επόμενους μήνες, γιατί  εκεί θα πάει ο άντρας της για δουλειά. Έχουν τρία παιδιά. Γνωρίζει άπταιστα Γαλλικά, τουλάχιστον έτσι ισχυρίζεται, όμως το θέμα της γλώσσας φαίνεται να την ζορίζει.

Μας διηγείται τα χρόνια στο Στρασβούργο, όταν και τότε είχε ακολουθήσει τον άντρα της. Εκείνος έκανε τα πάντα για να την κάνει να νιώθει άνετα, όλοι εκεί την καλοδέχτηκαν- ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΤΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΤΟΥ. ΑΝ ΚΑΙ ΟΛΑ ΗΤΑΝ ΚΑΛΑ… εκείνης κάτι της έλειπε κι αυτό που έλειπε ήταν η γλώσσα.

 Δεν με πειράζει που δεν την μιλούσα- που δεν την άκουγα με πειράζει, ο ήχος της μου έχει λείψει-και τώρα  αυτός είναι ο καημός μου- κι αυτή τη φορά θα κρατήσει…

Εκείνη κάνει παύση… Θα σας πω κάτι, λέει εκείνος. Ξέρω, θα ακουστεί περίεργο και μπορεί να σκεφτείτε ότι είμαι μαλάκας ή έχω κάποιο πρόβλημα. Μα φέτος στη Σαμοθράκη γνώρισα μια κοπέλα. Όμορφη, όμορφη πολύ και τολμώ να πω ότι την ερωτεύτηκα. Ήταν από τη Ρουμανία, όμως τα ελληνικά της ήταν σχετικά καλά ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΠΟΥ ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΑΚΟΥΩ ΕΓΩ.

Πείτε με παράξενο, πείτε με μαλάκα αλλά αυτή είναι αλήθεια, το σταμάτησα μαζί της γιατί δεν μιλούσε τα ελληνικά που ήθελα να ακούω εγώ.

Δεν μπορώ να πω ότι τον καταλάβαινα. Μόνο όταν ήμουνα 18 χρονών ένα καλοκαίρι σαν το δικό του, σε κάποια άλλη παραλία μακριά από τη Σαμοθράκη είχα γνωρίσει  έναν Πολωνό και τα αγγλικά μας έφταναν και περίσσευαν τότε….

Όσο για εκείνη.. Πόσο την καταλάβαινα… Πόσο αισχρά μοιάζουν οι άνθρωποι που γράφουν σκέφτηκα. Άραγε μπορεί αυτό να το καταλάβουν οι άλλοι; Μπορούν να νιώσουν τι σημαίνει για εμάς αυτή, που κοιμόμαστε και ξυπνάμε μαζί της- που δημιουργούμε μαζί της- που τη νιώθουμε έτσι όπως δεν θα νιώσουμε καμιά άλλη, γιατί με εκείνη βυζάξαμε και κάναμε τα πρώτα όνειρα ; αΝαΠνέουμε χάρη σε αυτή και οποιοσδήποτε αποχωρισμός- μικρός θάνατος… Παρατραβηγμένο; Ε ναι αλλά αλλιώς δεν θα γράφαμε….

Πλησιάζει ο καιρός για το επόμενο jet up και έπρεπε να ξεφορτωθώ εκείνο το ταξίδι επιστροφής για να έχω χώρο για τα άλλα που θα έρθουν. Μακριά από σύνορα, γλώσσες και ηπείρους, μακριά από λέξεις και από παραξενιές… Έτοιμοι να ζήσουμε όσα δεν μπορούμε να ορίσουμε…

Καλή σας νύχτα 

Παρασκευή, Οκτωβρίου 07, 2011

Ο φίλος μου είναι gay

Βγήκε έξω τρέχοντας έσβησε με μανία το τσιγάρο στο γρασίδι και προσπαθούσε να ανασάνει μέσα από το στενό κυριλέ της φόρεμα… Δεν άντεχε άλλο έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε,πέταξε τις γόβες και φώναζε με όλη τη δύναμη που είχε.. Είναι Πουστάρααααααααααααα,γκέι,αδερφή,γουστάρει αγοράκια να τον βάζουν στα τέσσερα πως το λένε!Αφού ξέσπασε,σωριάστηκε στο γρασίδι και έβαλε τα γέλια,ήταν σκνίπα.

Ήταν σαν να την έπνιγε το δίκιο.Με το Θανάση ήταν φίλοι από μικροί,στα δεκατέσσερα της ήταν ο πρώτος εφηβικός της έρωτας,ο πρώτος έρωτας που για εκείνον το έσκαγε από το σπίτι,για εκείνον έκανε εκείνους τους επικούς καυγάδες με τους γονείς της.Ο Θανάσης τότε ήταν δεκαεφτά αν και σακάτης,αφού στα δέκα του τον είχε πατήσει νταλίκα και είχε επιζήσει από θαύμα παραλύοντας το αριστερό του χέρι οριστικά,χάνοντας μισό γοφό και ατελείωτα σημάδια στο κορμί του και παρά ότι κούτσαινε ελαφρά ήταν τόσο γοητευτικός,ακόμα είναι.Ο πρώτος σακάτης μοντέλο,άνετα θα μπορούσε να ακολουθήσει τέτοια καριέρα,αν δεν είχε πάθει το ατύχημα.

Ο ερωτάς τους έσβησε μέσα από πολλές εντάσεις,έμεινε για πάντα πλατωνικός άσχετα αν ο Θανάσης κόμπαζε στους φίλους του ότι είχανε ολοκληρώσει.Όχι ότι δεν θα μπορούσε να είχε γίνει όμως ο Θανάσης δεν μπορούσε,δεν είχε ποτέ μαζί της στύση όσα φιλάκια και χαδάκια κι αν κάνανε.Εκείνη δεν είχε καμία εμπειρία πιο πριν νόμιζε στην αρχή ότι απλά έτσι είχανε τα πράγματα και απογοητεύτηκε, πολύ αργότερα όταν θα άρχιζε την ενεργή σεξουαλική της ζωή θα καταλάβαινε πως είχανε στα αλήθεια τα πράγματα!

Σχεδόν μετά από μια δεκαετία ξαναβρεθήκανε και έκαναν πολύ παρέα,πως τα φέρνει έτσι η ζωή και ο Θανάσης έγινε ο καλύτερος της φίλος μέχρι που ένα βράδυ της αποκάλυψε ότι ήταν γκέι.Της είπε,ότι την περίοδο που τα είχανε τότε, ψαχνότανε ακόμα,ότι έμπαινε συνέχεια στα gay site κι ότι είχε μια τεράστια ερωτική ποικιλία από παπάδες διπλανών χωριών,παντρεμένων,πολύτεκνων,επιφανών της μικρής επαρχιακής πόλης όπου μένανε κι άλλα πολλά.

Συνέχισαν να κάνουνε παρέα.Ο Θανάσης δεν έκανε τίποτα και οι γκόμενες έπεφταν στα πόδια του,σας είπα αν και σακάτης είχε μια σατανική ομορφιά.Πόσες γκομενίτσες πέρασαν από τη ζωή του δεν λέγεται,αλλά καμία σχέση του δεν κράτησε πάνω από τρεις μήνες. Τυχαίο;Δεν νομίζω.

Του έλεγε γιατί το έκανε,γιατί πλήγωνε τόσες ψυχές,της έλεγε ότι πρέπει να έχει άλλοθι ότι όλες αυτές ήταν στάχτη στα μάτια του μπαμπά του και της κοινωνίας, αδιαφορώντας για όλα τα άλλα.Εξάλλου της υπενθύμιζε ότι και οι ετεροφυλόφιλοι δεν πηγαίνανε πίσω, πόσους ανθρώπους δεν είχατε στις ζωές σας απλά και μόνο για να περνάει ο καιρός σας ή για να ξεπεράσετε άλλους, της έλεγε.

Εκείνη δεν ήτανε σαν τους υπόλοιπους ανθρώπους το ήξερε κι εκείνος,γι αυτό και της το είχε πει, ήταν τόσο κουλ σαν να μην τρέχει τίποτα αν και η ψυχούλα της το ξέρει τι τραβούσε όταν ο Θανάσης έκλαιγε στον ώμο της για γκόμενους και της έλεγε ανατριχιαστικές λεπτομέρειες από το κρεβάτι του.

Συνέχεια της έλεγε να φύγουνε μαζί,να τα παρατήσουνε όλα και να πάνε να ζήσουν στην Αμερική .Εκεί ήθελε ο Θανάσης, για να ζήσει ελεύθερος πια,με την κανονική του ταυτότητα, αντί γι αυτό, σήμερα ήταν κουμπάρα σε έναν γάμο καταδίκη, σήμερα μόλις είχε παντρέψει το Θανάση στη μικρή επαρχιακή τους πόλη!

Ο έτερος κουμπάρος ήταν ο μεγαλύτερος έρωτας του Θανάση.Τι φρίκη! Τι δυστυχία!Ήθελε να ανέβει πάνω στην πίστα, να σταματήσει τα κλαρίνα και να το φωνάξει σε όλους. Ο Θανάσης δεν ήταν ο λεβέντης άντρακλας που όλοι νομίζανε πως άλλαζε τις γυναίκες σαν τα πουκάμισα, δεν ήτανε καν ενεργητικός!

Πώς να ήτανε; Ποτέ δεν της το παραδέχτηκε αλλά εκείνη ήξερε ότι μπορεί να είχε γίνει γκέι όχι από επιλογή αλλά από ανάγκη, καθώς τότε στα δέκα του η νταλίκα δεν πρέπει να παρέλυσε μόνο το αριστερό του χέρι, αλλά και το ατροφικό πια μόριο του!

Σηκώθηκε από το γρασίδι,φόρεσε τις γόβες,έκανε μερικά δευτερόλεπτα μέχρι να ισορροπήσει,τα κατάφερε,έσκυψε μάζεψε την γόπα από το γρασίδι και ξαναμπήκε μέσα στο κέντρο για να σύρει το χορό!

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 22, 2011

Τελειωμ.


Οι κόρες των σχιστών ματιών της κοιτάζουν  το κενό. Τα πλούσια-πυκνά-κυματιστά μαλλιά της αχτένιστα. Υποφέρει με τα χέρια στο πρόσωπο. Ψελλίζει. Που πήγαν τα βήματα στους δρόμους και τα γέλια; Αδειάζουν οι ψυχές μας σαν τα μαγαζιά, πηδάνε από τον τέταρτο κι αυτοκτονούν. Αναμνήσεις βημάτων και μια σιωπή που έπαψε να είναι προστατευτική. Μυαλό που έχασε την ισορροπία του. Κολλάει τα ασπρουλιάρικα χέρια της στα πλήκτρα , λέξεις που αγγίζουν τις δικές της εμπειρίες , τις δικές σου. Η σκιά του μυαλού της, μεγαλύτερη από εκείνη, την σκεπάζει. Νύχτα υγρή με μυρωδιές σουσαμοκούλουρου που φέρνει λιγούρα. Η ζωή στην πιο σκληρή της έκφανση. Περπατάει με μπανιστιρτζήδες στο πλάι κι εκείνος ο νεαρός με την κοπέλα από πάνω του. Πιο γρήγορα καλέ μου. Συνέχισε. Τόλμησε. Για να υπάρχει ζωή.


Η πίστη στον εαυτό της είχε συντριβεί πριν απ’ την ώρα της. Συσσωρευμένα τα δημιουργήματα της, τα κρύβει από τον εαυτό της. Αυτοακυρώνεται τίποτα πριν και απολύτως τίποτα μετά. Είχε ένα μεγάλο μέλλον πίσω της , μετήλθε ποικίλα επαγγέλματα και το αύριο χιλιόμετρα μπροστά της από κλειστές εξώπορτες.

Εγκλωβισμ.
Μπουχτισμ.
Αγανακτισμ.
Θυμωμ.
Βαλτωμ.
Πικραμ.
Σαλεμ.
Κουρασμ.
Κατακερματισμ.
Απελπισμ.
Ακυρωμ.
Διαλυμ.
Φοβισμ.
Κλειδωμ.
Τρομοκρατημ.
Απογοητευμ.
Τελειωμ.  

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 14, 2011

Άλλη μια αθόρυβη έξοδος


Βράδυ στην Τήνο. Περπατάω το δρόμο που τη μέρα των πάνε μπουσουλώντας. Έξω από τον ΟΤΕ, Πακιστανός με την πραμάτεια του στον ώμο, μιλάει μέσα σε ένα κίτρινο κουβούκλιο καρτοτηλεφώνου. Λέει δυνατά κάτι στη γλώσσα του, ξαφνικά σωριάζεται στο πεζοδρόμιο. Πλησιάζω διστακτικά , το ακουστικό μετέωρο , φωνές αλλόγλωσσες  βγάζει.

Μαζεύεται κόσμος τριγύρω σαν τα κοράκια , καλούν ασθενοφόρο. Δεν αργεί. Πρώτες βοήθειες. Δεν χρειάστηκαν. Δεν είχε σφυγμό, ήδη νεκρός. Τον ανεβάζουν στο κρεβάτι με τις ρόδες και από εκεί στο ασθενοφόρο. Φεύγει, ο κόσμος ακόμα εκεί. Πέθανε από την πείνα σχολιάζει κάποιος. Πεθαίνει ο κόσμος από την πείνα, ρωτάει κάποια άλλη . Αχ τον καημένο. Σιγά-σιγά σπάει ο κόσμος, όλα μπαίνουν στο  ρυθμό του πριν. Οι μονάδες ακόμα πέφτουν, κλείνουν το ακουστικό… 

Κυριακή, Αυγούστου 28, 2011

Γδύσιμο

Γδύσιμο,ντύσιμο. Ήταν ήδη πρωί. Μασούλαγε μονότονα τις φρυγανιές της κι εγώ κοιτούσα να βάλω ταιριαστές λέξεις στη σειρά την άδεια όψη μου για να γεμίσουν.
-Καλημέρα αγάπη.
-Κι εγώ καλή θέλω να΄ναι μωρό μου, όπως η χθεσινή. Γιατί σκεπτικός;
-Δεν είναι τίποτα, έτσι είμαι τα πρωινά . Αν με βρουν κι άλλα εδώ ,θα το συνηθίσεις.
-Θες να σε βρουν;
-Θες να με συνηθίσεις;
Σπίθες σκόρπισαν στον αέρα, έριξα στο τασάκι νερό. Καθαγιασμένος καφές, μυρωδιά μουσκεμένης στάχτης. Στάχτη που μου γαργαλάει το μυαλό , δεν μπορώ να προχωρήσω.
-Πάμε μέσα, φυσάει της είπα
Απάντησε κάτι.
Ακόμη μια χαμένη απόπειρα; Τη φίλησα και έφυγα

σ.χ 27/8/2011
Ραψάνη

Κυριακή, Σεπτεμβρίου 12, 2010

ποδόσφαιρο του δρόμου

Περπατούσα στο δρόμο και είχα τις μαύρες μου,το μόνο που παρακαλούσα ήταν να είχαν ξεπρηστεί τα μάτια μου από το κλάμα.Έφτανα στο σπίτι παραφορτωμένη με κυριακάτικες και μια ταινία για το βράδυ,όχι από αυτές που δίνουν δώρο οι εφημερίδες.Είχα περάσει ένα υπέροχο σαββατοκύριακο,είχα πάει στον πιο βροχερό γάμο της ζωής μου, είχα ένα στομάχι παντόφλα από όσα είχαμε κατεβάσει την προηγούμενη νύχτα,ήμουνα πραγματικά τόσο ευτυχισμένη ,όταν τους άφησα να μου γαμήσουν την ψυχολογία.Γιατί άραγε;

Ξάφνου λίγο πριν φτάσω σπίτι μια μπάλα ποδοσφαίρου με πλησίαζε απειλητικά,στην αρχή είπα να την αποφύγω να ανέβω στο πεζοδρόμιο και να την αφήσω στην τρελή πορεία της , αλλά σε κλάσματα του δευτερολέπτου αποφάσισα να την σταματήσω στα πόδια μου με ένα μαγικό τρόπο και να την δώσω πάσα στον πιτσιρικά που έτρεχε για να έρθει να την πιάσει.Απίστευτο κοντρόλ φώναξε ένας άλλος πιτσιρικάς συμπαίκτης του στο ποδόσφαιρο του δρόμου, ενώ εκείνος με κοίταξε,μου χαμογέλασε και μου είπε,σας ευχαριστώ!Δεν μπορείτε να φανταστείτε πως ένιωσα,χαμογέλασα και μετά αναστέναξα,αυτή η μικρή στιγμή έφτανε για να σπάσει τη μέσα μου μαυρίλα…

Είπα να έγραφα κάτι σχετικά με την πολυτάραχη ερωτική ζωή του ξάδερφου Χρυσόστομου ,που τον τελευταίο καιρό μέσα σε όλα τα άλλα έχει γκόμενα μια ιταλίδα,μάνα,χήρα μπάτσου,που ρουφάει όλη την ώρα κόκα … Είχε ξενερώσει μαζί της γιατί την τελευταία φορά που του έπαιρνε πίπα στο αυτοκίνητο του,είχε χτυπήσει το κινητό της και ήταν ο εξάχρονος γιος της Gianfranco,όταν εκείνη του είπε να κλείσει γιατί την φώναζε το αφεντικό της,έκλεισε το κινητό και συνέχισε ατάραχη να του παίρνει πίπα. Αλήθεια όταν γίνεσαι μάνα πρέπει να βάλεις σε δεύτερη μοίρα τις ανάγκες σου (δες πίπες) ή πρέπει να συνεχίσεις τη ζωή σου όπως έκανες και πριν(να παίρνεις πίπες δηλαδή); Δεν ξέρω. Μάλλον κάπου στη μέση βρίσκεται η λύση αλλά δεν έχω καμία όρεξη να γράψω για τη χήρα του Χρυσόστομου!

Άλλο ένα υπέροχο σαββατοκύριακο τελείωσε, από αύριο εργασία και χαρά και δεν έχω άλλη υπομονή πρέπει να προχωρήσουν τα πράγματα,να πάω παρακάτω,πλησιάζει η ώρα για να γυρίσω ακόμα μια σελίδα … Βάζω dvd ,κλείνω φως,κάνε ησυχία τώρα,μου ψιθύρισα,όλα θα αλλάξουν

Τετάρτη, Αυγούστου 25, 2010

Μάνα;



Μπήκε στο μπάνιο μετά από έναν μεσημεριανό καλό υπνάκο.Δεν πρόλαβε να ρίξει νερό στο πρόσωπο του και άκουσε πάλι τις ίδιες φωνές να έρχονται από το μικρό παραθυράκι.Η φωνή της ίδια και απαράλλακτη,βαθιά μαστουρωμένη,από πρέζα,από αντικαταθλιπτικά;Ποιος ξέρει;Μάλλον το δεύτερο υπέθεσε και τι να λέει;Ποια η διαφορά; Απλά τα δεύτερα είναι νόμιμα ναρκωτικά.

Μένανε στον ίδιο όροφο,μεγάλωσαν μαζί στην ίδια πολυκατοικία,βέβαια εκείνη πρέπει να του έριχνε δέκα χρόνια,αλλά μια ζωή μένανε στην δίπλα πόρτα.Από όσα ήξερε και έβλεπε και από όσα ο κόσμος συνήθιζε να λέει η μητέρα τους,τους εγκατέλειψε όταν ήταν ακόμα μικρά και ήταν μόνο εκείνη με ακόμα τρις άντρες στο σπίτι,τους δυο αδερφούς της και τον πατέρα της.

Ποτέ δεν έμαθε το γιατί και το πως,εξάλλου δεν ήταν περίεργος.Bέβαια αν ρωτούσε τη Φανή από τον πρώτο όροφο,σίγουρα θα ήξερε να του πει γιατί αυτά τα παιδιά μεγάλωσαν χωρίς μάνα.Οι φήμες λένε πως είχε απλά εξαφανιστεί και ζούσε στην Αμερική.

Δεν είχε και τόσο χρόνο να παρακολουθήσει τη ζωή των διπλανών,εξάλλου και η δική του δεν ήταν εύκολη,κόντευε τα τριάντα και ακόμα έμενε στο πατρικό του.Ο πατέρας της είχε πεθάνει, ο μεγαλύτερος αδερφός της είχε πάρει τα λεωφορεία του πατέρα της, ο μικρός είχε γίνει πρεζάκιας της πόλης και εκείνη είχε μείνει με το σπίτι για προίκα και ένα πανέμορφο μωρό να μεγαλώνει.Ήταν παντρεμένη, μάλλον χωρισμένη το λες. Ο πατέρας εδώ και χρόνια είναι άφαντος. Έρχεται που και που καμιά φορά με το μηχανάκι από τη δουλειά του, είναι ντελιβεράς σε γνωστό ταχυφαγείο αλλά εκείνη κάθε φορά που έρχεται ουρλιάζει και τον διώχνει.Εκείνη ήταν άνεργη..

Θυμάται την τελευταία φορά που την είδε στο ασανσέρ,σκελετωμένη, αυτό θα πει νευρική ανορεξία, με ένα απίστευτα άσχημο πρόσωπο και ήταν τόσο όμορφη κοπέλα, με μακριά ξανθά μαλλιά και πράσινα μάτια. Ένα ανθρώπινο ερείπιο που πετάγονται από παντού τα κόκαλα της, τα μάτια τρομακτικά βαθουλωτά προς τα μέσα και γύρω-γύρω απίστευτοι μαύρη κύκλοι . Κι όμως στο δεξί της χέρι κρατούσε ένα μικρό τρυφερό χεράκι, το χεράκι του γιου της, σωστό κουκλάκι, ομορφιά ζωγραφιστή που εκείνο της χαμογελούσε με αγάπη και εκείνη το έσπρωχνε με τρόπο…

Όσο βρισκόντουσαν στο ασανσέρ δεν μίλησε, είπε μόνο και μόνο ένα καλησπέρα με το ζόρι, βαρύ και μαστουριάρικο ενώ το μικρό ξανθό αγγελουδάκι με αυτές τις ματάρες και με τα μπουκλάκια στο μαλλί την κοιτούσε με αγάπη και της χαμογελούσε.Κατέβηκαν στον ίδιο όροφο και ξεκλείδωσαν τις πόρτες δεν πρόλαβε να μπει μέσα όταν άκουσε εκείνη τη γνωστή φωνή, ούρλιαζε σε αυτό το αγγελούδι, τσίριζε ακατονόμαστα πράγματα, ακουγόντουσαν τα γοερά του κλάματα όταν αυτή τσατίστηκε παραπάνω και του φώναζε να σκάσει.

Έριχνε νερό στο πρόσωπο του για να ξυπνήσει σε έναν εφιάλτη,πάλι τα ίδια για πολλοστή φορά. Μαζί με τις σταγόνες του νερού κύλησε και ένα δάκρυ στο πρόσωπο του.Ανήμπορος να κάνει κάτι και ανήμπορος να πει ποιος φταίει .Εκείνη; Η μάνα της που την εγκατέλειψε;; Τα ψυχοφάρμακα;

Πάντως σίγουρα όχι ο μικρός άγγελος της…

Παρασκευή, Ιουλίου 02, 2010

Το swan από τ'αριστερά


Κάθεται και με κοιτά από τη γωνία , δυο φορές προσπάθησε να με προσεγγίσει. Με ρώτησε τι ώρα είναι κι άλλη φορά πως θα βρει το βιβλιοπωλείο της γειτονιάς και ήταν η ροή της ζωής, του άγχους και των σκέψεων μου που δεν με άφησαν να τον προσέξω.

Σήμερα έμαθα ότι όλο αυτόν τον καιρό με παρακολουθούσε κι όταν ήμουνα απούσα έκλεβε από τα λόγια τα δικά μου, έπινε τον καφέ του όπως κι εγώ κι ας μην μπορούσε να ζήσει χωρίς ζάχαρη, έστριβε το τσιγάρο και έβαζε το φιλτράκι από τα αριστερά όπως ακριβώς κι εγώ…

Έγινε σπουδαίος και τρανός μόνο και μόνο επειδή έστριβε το τσιγάρο βάζοντας το swan από τα αριστερά και έτσι μου τράβηξε το ενδιαφέρον και έψαχνα να βρω τον κλέφτη των κινήσεων μου. Κρυβότανε συνέχεια αλλά κάποτε τον πέτυχα και τον ρώτησα τι ώρα είναι κι εκείνος έσκυψε το κεφάλι..

Φύγε μου είπε,τον ρώτησα γιατί και εκείνος διστακτικά μου απάντησε, φοβάμαι να κάτσω δίπλα σου, μήπως χάσω την λάμψη μου, τη σπουδαιότητα μου, τις γκόμενες που πηδάω , ξελογιάζοντας τες με τα λόγια τα δικά σου, φύγε σου λέω , ότι ώρα κι αν είναι, είναι αργά για εμάς τους δυο να κάνουμε παρέα.
Ξαφνιάστηκα και έστριψα στην επόμενη γωνία, ένα απίστευτο συναίσθημα χαράς με είχε κυριεύσει , είμαι τόσο περήφανη που είχα κάνει εκείνον τον άντρα να με φοβάται και να με ζηλεύει γιατί έτσι κι αλλιώς ποτέ δεν είχα φίλους!

Παρασκευή, Ιουνίου 11, 2010

Άσε με να έχω έναν ήρεμο θάνατο


Δεν ήθελε να φύγει από εκείνο το μέρος,ήταν ο παράδεισος της ψυχής της,με την χρυσορόζ αμμουδιά,τον λαμπερό ήλιο,τη σκιά των δέντρων και τα γαλαζοπράσινα νερά … Όταν το πρωτοαντίκρισε,θυμάται ότι καθότανε κι εκείνος εκεί.Κάνανε συμφωνία ότι θα μπορούσαν να ζήσουν αρμονικά μαζί και έτσι κι έγινε,ώσπου μια μέρα εκείνος άρχισε να τη διώχνει κλωτσηδόν,και εκείνη πήρε των ομματιών της και έφυγε…

Πέρασαν μήνες,μέρες και εκείνος έψαξε να τη βρει και να της ζητήσει να επιστρέψει. Είπε πως ήταν καλύτερα να είναι μαζί της,γιατί αλλιώς ένιωθε μοναξιά.Εκείνη ξαναγύρισε γιατί πουθενά δεν βρήκε καλύτερο μέρος και γιατί είχε συνηθίσει να μοιράζεται τη ζωή μαζί του και δεν της άρεσε να παίρνει τα βουνά και να ζει μόνη …

Έτσι και έγινε,ζήσανε και πάλι αρμονικά και χαιρόντουσαν μαζί την χρυσορόζ αμμουδιά, τον λαμπερό ήλιο,τη σκιά των δέντρων και τα γαλαζοπράσινα νερά,αλλά εκείνος για κάποιο λόγο που ποτέ εκείνη δεν κατάλαβε,την έδιωχνε συνεχώς και μετά τη ζητούσε ξανά πίσω,κι αυτό έγινε πολλές-πολλές φορές …

Ένα βράδυ έφυγε,δεν άντεχε άλλο,ξέχασε για πάντα εκείνον τον άντρα και τον παράδεισο της ψυχής της.Έκανε τα πάντα για να ξεχάσει πως κάποτε υπήρξε εκείνο το μέρος, πολλές φορές έκλαιγε,το μοναδικό πράγμα που ήθελε στη ζωή της ήταν να ξαναγυρίσει πίσω εκεί,αλλά όσο κι αν το ήθελε ήξερε ότι πάλι θα την έδιωχνε,ένιωθε τόσο αδικημένη που ήξερε ότι κάπου υπάρχει ο παράδεισος της και κάποιος της τον στερούσε…

Πέρασαν μήνες και πολλά-πολλά χρόνια,γέρος πια και ανήμπορος,ρωτούσε συνέχεια για εκείνη και τη συνάντησε τυχαία σε ένα από τα τελευταία του ταξίδια και της ζήτησε να γυρίσει στην δικιά τους αμμουδιά για να πεθάνουνε μαζί,κι εκείνη του απάντησε : Άσε με τουλάχιστον να έχω έναν ήρεμο θάνατο,αφού ποτέ δεν με άφησες να έχω μια ήρεμη ζωή…

Τρίτη, Δεκεμβρίου 22, 2009

Το χρυσάφι του καημένου


Τασούλη τον φωνάζαμε όλοι,μιας και ήταν ο βενιαμίν της πολυκατοικίας.Όχι Αναστάσιος, Τάσος ή κάτι άλλο,Τασούλης για μια ζωή,ακόμα κι όταν μεγάλωσε και άρχισε να φέρνει γκόμενες και να τις γαμάει στην ταράτσα,ακόμα κι όταν έσερνε το καροτσάκι της κόρης του.

Όλα ταίριαζαν σωστά,οι γονείς του ήταν οι μοναδικοί νοικάρηδες στην πολυκατοικία, όλα τα άλλα διαμερίσματα ήταν ιδιόκτητα και μεγάλα,ενώ ο Τασούλης με την οικογένεια του έμενε σε ένα στριμωχτό δυάρι στο ισόγειο.

Σπούδασε και για να σπουδάσει δούλεψε στις χειρότερες δουλειές , πάρκαρε τη σακαράκα του δίπλα στο σπορ αυτοκίνητο του βουτυρομπεμπέ κανακάρη του πέμπτου, παρόλα αυτά κάνανε παρέα και ήταν πραγματικοί φίλοι.

Ο Τασούλης έτυχε μεγαλώνοντας να κάνει παρέα με πλούσια και ευκατάστατα παιδιά,ίσως λίγο κακομαθημένα από τα λεφτά του μπαμπά αλλά με αγνή ψυχή.Ήταν πραγματικά άρχοντες,που φορούσαν διαφημιστικά t-shirt από τα σουβλατζίδικα της γειτονιάς τους,δεν είχανε εξάλλου κανένα μα κανένα λόγο να δείξουν τα λεφτά τους προς τα έξω, φαινόταν από μόνα τους.

Παρόλα αυτά ποτέ δεν θεώρησαν τον Τάσούλη Τάσο,ήταν για μια ζωή ο Τασούλης,το καλό, τίμιο και φτωχό παιδί σαν τον Ξανθόπουλο,αλλά ποτέ ισάξιος τους.Ο Τασούλης ήταν το παιδί για όλες τις δουλειές,ο πραγματικός φίλος που ήταν πάντα εκεί,εκείνος που τους πλήρωνε σχεδόν πάντα γιατί αν και είχανε λεφτά,ο μπαμπάς τους δεν τους έδινε ποτέ αρκετά για να χαλάνε στα μπουζούκια και ο Τασούλης που δούλευε από μικρός είχε πάντα γεμάτη τσέπη,αλλά δεν πήδηξε ποτέ τις γκόμενες που είχαν πάρει εκείνοι μέσα στα σπορ αμάξια τους,δεν σπούδαζε σε κάποια σχολή του εξωτερικού,δεν φορούσε Armani και δεν είχε μάθει ποτέ τι εξουσία δίνουν σε έναν άνθρωπο τα λεφτά.

Ο Τασούλης όμως μέσα του γελούσε και ήξερα καλά ότι ήταν πολύ πιο πλούσιος από εκείνους και ευτυχισμένος.

Σοφούλα!!!!!Δεν επιτρέπω σε κανέναν άλλο να με λέει έτσι,έκτος από τη θεία μου τη Βάσω. Tο Σοφάκι πάει κι έρχεται,το Σοφούλα δεν μου άρεσε ποτέ. Η αλήθεια είναι ότι στην πραγματικότητα είμαι ένας εντελώς διαφορετικός άνθρωπος από ότι πλασάρομαι εδώ μέσα. Στην καθημερινή μου ζωή, δεν μιλάω πολύ, δεν περιαυτολογώ, δεν ανοίγομαι κι ας ξεβράζω εδώ κάθε σκέψη μου, είμαι σίγουρη ότι οι περισσότεροι γύρω μου αγνοούν σχεδόν τα πάντα για μένα είτε γιατί δεν τους τα έχω πει ποτέ είτε γιατί όταν με ρώτησαν απάντησα στα πεταχτά (Ο μοναδικός άνθρωπος που ξέρει τα πάντα για μένα από μένα είναι ο Γιώργος που είναι φίλος μου από το 1998).

Κανείς δεν ξέρει,πόσα λεφτά έχω,πόσα δηλώνω στην εφορία,τι δουλειά κάνει ο πατέρας μου ή ο γκόμενος μου,τις γνώσεις μου,τις σπουδές μου,τις πολιτικές απόψεις μου,όλοι έχουν μια θολή εικόνα. Μεγάλωσα σε μια οικογένεια που μου έμαθε ίσως κακώς τελικά να μην προκαλώ και έτσι πορεύτηκα μέχρι τώρα.

Πόσες φορές δεν έχω βρεθεί σε παρέες με γκόμενες του κώλου, που φοράνε φιρμάτα πανάκριβα ρούχα, που αν ανοίξεις την ντουλάπα τους έχουν μόνο αυτά να φορέσουν και στο παίζουν Αθηνά Ωνάση μόνο και μόνο για να «τυλίξουν» κάποιο πλούσιο γκόμενο και με κοιτάνε με λύπηση γιατί εγώ είμαι ντυμένη όπως πάντα κάζουαλ και δεν έχω στρωμένο καλά το μανό μου.

Πόσο ντεκαπάζ σκεπάζει την ρίζα τους,που όταν ανοίγουν το στόμα δεν έχουν τι να πουν,το πιο θλιβερό είναι όταν συναντάς κοριτσάκια που είναι πανέξυπνα και όμως για να είναι αποδεκτές πνίγουν την εξυπνάδα τους στο ντεκαπάζ για να μπορούν να ανήκουν σε ένα σύνολο. Πόσο μαλακισμένη κοινωνία έχουμε; Εγώ και ο Τασούλης γελάμε όταν τους κοιτάμε στα μάτια να μας μιλούν με έπαρση,ότι εκείνοι ξέρουν πιο πολλά,ότι είναι πιο έξυπνοι και πλούσιοι από μας,ότι έχουν τα πάντα σε αυτή τη ζωή κι εμείς τίποτα, κλάιν Τασούλη μην μασάς,εμείς έχουμε τα πάντα κι αυτοί τίποτα,φελλοί του κώλου σου λέω, που αν τους γυρίσεις ανάποδα δεν έχουν τίποτα…

Πάμε διακοπές …

Υ.Σ Δεν έχω κανένα πρόβλημα με τα ακριβά ρούχα , αυτοκίνητα και ακίνητα μ’ αρέσουν τα χρησιμοποιώ και τα απολαμβάνω . Πάντα παίρνω στη ζωή μου κάτι που να ταιριάζει στις ανάγκες μου και όχι για να δείξω κάτι άλλο, μια χαρά είναι τα λούσα και μαγκιά σε όσους μπορούν να τα έχουν, αλλά δεν είναι εκεί η ουσία…

Σάββατο, Μαΐου 30, 2009

Μου λείπεις

-Γιατί κλαις;
-Πονάνε τα χέρια μου.
-Γιατί;
Γιατί χρειάζεται να κουβαλάω την καρδιά μου στα χέρια μου
-Γιατί δεν την έδωσες στον άγγελο που πέρασε πριν ;
-Ήταν πληγωμένος , με καμένα φτερά , με φίλησε ενώ εγώ έσβηνα στην αγκαλιά του, τότε έβγαλα την καρδιά μου να του τη δώσω γιατί άνηκε σε εκείνον πια.
-Και τι έγινε;
-Τρόμαξε, προσπάθησε με όλη του τη δύναμη , να μου δώσει την καρδιά μου πίσω , δεν καταλάβαινα. Μου είπε ότι δεν μπορεί να κρατήσει την καρδιά μου γιατί κάποτε κάποια σαν κι εμένα του έκαψε τα φτερά . Μείνε κοντά μου του φώναξα, και τότε εκείνος το έβαλε στα πόδια και φώναζε, μην ελπίζεις σε μένα, εγώ έχω πεθάνει.
-Και τώρα τι θα κάνεις;
-Ο πόνος είναι δυσβάσταχτος , κάθε βράδυ κλαίω, ξέρω πως αν αγκαλιάσω κάποιον θα πεθάνω γιατί θα χρειαστεί να αφήσω κάτω την καρδιά μου, έτσι από τότε δεν μπορώ να αγαπήσω κανέναν , ούτε και να αγκαλιάσω κανέναν και μένω μόνη μου, αυτό δεν με πειράζει όμως, για μια στιγμή μονάχα ζω, σε αυτή ελπίζω και υπομονετικά συνεχίζω να κουβαλάω την καρδιά μου, αλλιώς θα είχα ήδη πεθάνει.
-Και ποια είναι αυτή η στιγμή
-Η στιγμή που θα ξανασυναντήσω τον άγγελο μου με τα καμένα φτερά και θα τον αγκαλιάσω για τελευταία φορά

Δευτέρα, Απριλίου 20, 2009

Τόσο ίδιοι και τόσο μόνοι


Ξυπνούσαν την ίδια ώρα,πίνανε τον ίδιο καφέ,ακούγανε την ίδια μουσική,βούρτσιζαν τα δόντια τους με τις ίδιες κινήσεις,διασκέδαζαν με τον ίδιο τρόπο,πληκτρολογούσαν με τον ίδιο χαρακτηριστικό ήχο,περπατούσουν σε διαφορετικούς δρόμους,εκείνος στην μια άκρη του πλανήτη και εκείνη μίλια μακριά και όμως κάνανε την ίδια διαδρομή...

Κάνανε την ίδια δουλειά,σπαζόντουσαν με τον ίδιο τρόπο,γελούσαν με τα ίδια πράγματα, ερωτευόντουσαν τους ίδιους ανθρώπους,κάνανε τις ίδιες σκέψεις και οι δυο είχαν ένα μυστικό που τους πλήγωνε βαθιά και δεν το συζητούσανε ποτέ με κανέναν.

Βράδυ ανοιξιάτικο,ο Αντώνης της χαμογέλασε και της είπε πως είναι η θηλυκή εκδοχή του φίλου του,του Παύλου,εκείνη από την κούραση κατάφερε να μειδιάσει και να του πει ότι της το έχουν ξαναπεί και για άλλους.
- Αντώνη μου,βίοι παράλληλοι σε έναν επίπεδο κόσμο είναι καταδικασμένοι να μην συναντηθούν ποτέ.
-Δεν ξέρεις ποτέ τι σου επιφυλάσσει το μέλλον Άρτεμις,μπορεί στην επόμενη γωνία να τον συναντήσεις στη ζωή σου. Μα σου λέω είστε ίδιοι
-Ούτε καν στην γωνία,οι γωνίες ενός τριγώνου,ανεξάρτητα από το πόσο μεγάλο είναι, αθροιζόμενες δίνουν πάντα μέχρι 180 μοίρες
- Η ζωή είναι κυκλική,μην το ξεχνάς
-Γι αυτό σου λέω,επειδή είναι κυκλική,έχω επιβαρύνει το κάρμα μου,που όλα τα σκατά που έκανα ξαναγυρίζουν σε μένα
(Γέλιααα)
-Καλάααα
-Έλα ρε Αντώνη το ότι πάτησα τα 30 φεύγα δεν σημαίνει ότι πρέπει να με προξενέψεις ντε και καλά,εξάλλου σου έχω ξαναπεί ότι έχω μια εντελώς αντίθετη άποψη για το θέμα. Ποτέ καμία μα καμία διαδρομή δεν είναι ίδια με την άλλη,όσες φορές και αν την έχεις κάνει,κάθε φορά ανακαλύπτεις και κάτι καινούργιο και όσο κι αν μοιάζεις με έναν άνθρωπο,πάντα θα υπάρχει και κάτι που σου ξέφυγε
- Καλά ντε,χαλάρωσε,απλά να ξέρεις πως εκεί έξω,κυκλοφορεί ένας σωσίας σου,που κοιμάται όταν κοιμάσαι, που γελάει όταν γελάς, που σκέφτεται τα ίδια πράγματα, που τρώει το ίδιο φαγητό που τρως! Βάζω στοίχημα πως αν ήταν γυναίκα,θα φορούσατε τα ίδια στρινγκ
-Όταν βγάζω τα φρύδια μου,τι κάνει;
(Γέλια)
Γύρισε σπίτι κουρασμένη,χρονιάρες μέρες το ίδιο σκηνικό όπως κάθε χρόνο,ήθελε να βάλει τα κλάματα,μα που τέτοιες πολυτέλειες είχε ξεχάσει πως είναι να ξαλαφρώνεις, ξεφορτώνοντας τα δάκρυα σου.
Σκέφτηκε πάλι τον Μιχάλη,δεν τον ξέχασε ποτέ, χρόνια είχαν περάσει από τότε που είχανε χωρίσει και εκείνη δεν είχε καταφέρει να προχωρήσει μπροστά.Θυμήθηκε τα τελευταία του λόγια,χωρίζανε γιατί ήταν τόσο διαφορετικοί της είπε,διαφορετικοί στόχοι,διαφορετική καριέρα,διαφορετικό υπόβαθρο και διαδρομή όπως της έλεγε και τότε κατάφερε και ξέσπασε σε κλάματα.Ναι η αλήθεια είναι ότι ήτανε τόσο διαφορετικοί, ίσως και γι αυτό νατον θαύμαζε και να τον αγαπούσε τόσο. Ναι ήταν μια δυναμική γυναίκα που μετά από χρόνια είχε καταφέρει να κάνει και καριέρα και λεφτά που δεν τα ονειρεύτηκε ποτέ,τα έκανε όλα για να αποδείξει σε εκείνον και στον εαυτό της απλά ότι μπορούσε,όσο ήτανε μαζί,ήταν ικανή να τα παρατήσει όλα μόνο και μόνο για να κάνει την διαδρομή στο πλάι του, μα εκείνος είχε αποφασίσει να την πετάξει κλοτσηδόν από το βαγόνι και εκείνη συνέχισε μόνη.
Ήρθε στο μυαλό της ο Παύλος εκείνος ο άγνωστός άντρας για τον οποίο της μιλούσε όλο το βράδυ ο Αντώνης στο μπαρ,δεν ήξερε καν πώς να τον φανταστεί,άναψε τσιγάρο ξάπλωσε στον καναπέ και κοιτούσε το ταβάνι,οι σκέψεις της καρφώθηκαν για μερικά λεπτά στον άγνωστο άνδρα.Ψιθύρισε,ίδιες διαδρομές,ίδια καριέρα,ίδιο στρίνγκ…
- Κουράγιο Παύλο….

Δευτέρα, Ιουλίου 21, 2008

Rol με δράση ξύδι-Επιλογή που δεν μετανιώνεις...


Χτυπούσε το τηλέφωνο επίμονα. Αν και κουρασμένη έπρεπε να πλύνω τα πιάτα, το ίδιο απορρυπαντικό πιάτων Rol ξύδι. Η ίδια ακριβώς μυρωδιά με τότε, που έπλενα ανυποψίαστη τα πιάτα σε μια κουζίνα ισογείου που έβλεπε στο φωταγωγό.

Δεν άλλαξαν και πολλά πράγματα από τότε. Απελπιστικά υποψιασμένη πια με τις φλέβες των χεριών μου πρησμένες από την κούραση  πλένω τα αποφάγια σε κάποια το ίδιο ασφυκτικά μικρή κουζίνα, αυτή τη φορά όμως σε ρετιρέ και με παράθυρο με θέα θάλασσα , ίσως να είναι το μοναδικό πράγμα που αξίζει να βιώσει κανείς μεγαλώνοντας, να αποκτήσει μια κουζίνα με θεα τη θάλασσα.

Στο μέσα δωμάτιο κανείς , τουλάχιστον παλιότερα υπήρχε ένας ίσκιος .

Δεν νιώθω τα χέρια μου , τα τυλίγω μέσα στην πετσέτα κάθομαι στο σκαμπό αποκαμωμένη . Έτρεξα τόσο πολύ , δούλεψα τόσο , και έπρεπε να είμαι τέλεια , τα κατάφερα . Τουλάχιστον αυτό έβλεπαν οι γύρω μου.

Συνεπής πάντα και παντού , με ένα λαιμό διαρκώς στεγνό από το λαχάνιασμα, είναι η εποχή τέτοια , είναι η ώρα που πρέπει να ανέβω το βουνό για να μπορώ να δω τη θάλασσα μου ψιθύρισα , κι όταν έρθει η ώρα της κατρακύλας ποιος νοιάζεται ; Αμφιβάλλω αν θα ζω μέχρι τότε.

Λόγια , που μουρμουράω μόνη μου , για να πείσω τον εαυτό μου για κάτι που δεν πείθεται . Ώρα για να καταρρίψω τα μεγάλα ΔΕΝ μου .
Τα κατάφερα όλα , και ; Στο τέλος μια κούραση μένει , ίσως να φταίει ο πεσμένος αιματοκρίτης …

Πάω για ύπνο τώρα , θα βάλω τα χέρια μου κάτω από τις μασχάλες για να μην πονάνε. Κλείνω το παράθυρο, είναι ωραία η θάλασσα μόνο που στην επιφάνεια της επιπλέουν οι φελλοί και τα σκατά και η μπόχα είναι αφόρητη , ο φωταγωγός πάντα θα έχει άλλη χάρη .